- ακούρδιστος
- ακούρδιστος, -η, -ο και ακούρντιστος, -η, -ο1. (για μουσικά όργανα), εκείνος που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες αρμονικά: Το πιάνο είναι ακούρδιστο, γι' αυτό δεν αποδίνει.2. (για ρολόγια), εκείνος που δεν έχει συσπειρωμένο το ελατήριο: Το ρολόι σταμάτησε, γιατί το άφησες ακούρντιστο.3. αυτός που δεν τον κορόιδεψαν, δεν τον ερέθισαν έντεχνα: Του άρεσε να μην αφήνει άνθρωπο ακούρντιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.