ακούρδιστος

ακούρδιστος
ακούρδιστος, -η, -ο και ακούρντιστος, -η, -ο
1. (για μουσικά όργανα), εκείνος που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες αρμονικά: Το πιάνο είναι ακούρδιστο, γι' αυτό δεν αποδίνει.
2. (για ρολόγια), εκείνος που δεν έχει συσπειρωμένο το ελατήριο: Το ρολόι σταμάτησε, γιατί το άφησες ακούρντιστο.
3. αυτός που δεν τον κορόιδεψαν, δεν τον ερέθισαν έντεχνα: Του άρεσε να μην αφήνει άνθρωπο ακούρντιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακούρδιστος — και ντιστος, η, ο 1. (για έγχορδα μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες σύμφωνα με τη μουσική κλίμακα 2. (για ρολόγια) αυτός τού οποίου το ελατήριο δεν συσπειρώθηκε ώστε να τεθεί σε λειτουργία 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν τόν …   Dictionary of Greek

  • ακόρδιστος — η, ο [κορδίζω] ο ακούρδιστος* …   Dictionary of Greek

  • αναρμοστώ — ἀναρμοστῶ ( έω) (Α) [ανάρμοστος] 1. είμαι ανάρμοστος, ασύμφωνος, δεν ταιριάζω 2. (για μουσικά όργανα) είμαι ακούρδιστος, κάνω παραφωνίες …   Dictionary of Greek

  • αχόρδιστος — η, ο (για μουσικά όργανα, ρολόγια κ.ά.) εκείνος τον οποίο δεν έχουν χορδίσει, ο ακούρδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • ξεκουρδίζω — και ξεκουρντίζω 1. χαλαρώνω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή ελατήριο ρολογιού ή παιχνιδιού 2. (το μέσ.) ξεκουρδίζομαι παύω να είμαι κουρδισμένος ή μένω ακούρδιστος («ξεκουρδίστηκε το πιάνο») 3. μτφ. κουράζομαι υπερβολικά από τον χορό ή το… …   Dictionary of Greek

  • ξεκούρδιστος — και ξεκούρντιστος και ξεκούρδιτος, η, ο αυτός που δεν έχει κουρδιστεί, ακούρδιστος, ή αυτός που ξεκουρδίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”